μέτζο
From LSJ
Greek Monolingual
το (Μ μέτζο)
μισό
νεοελλ.
1. φρ. α) «μέτζο μέτζο» — έτσι κι έτσι
β) «μέτζο τράγειο, μέτζο πρόβειο» — λέγεται για πράγματα μέτριας ποιότητας
γ) «μέτζο πιάνο»
μουσ. μισοσιγά, μια βαθμίδα πάνω από το σιγά
δ) «μέτζο φόρτε» — μισοδυνατά, μια βαθμίδα χαμηλότερη από το δυνατά
μσν.
(και ως επίθ.) μισός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mezzo (ή βεν. mezo) «μισό» (< λατ. medius «μισός»). Ο τ. εμφανίζεται ως α΄ συνθετικό στις λέξεις μετζο-πάτωμα, μετζο-σοπράνο κ.ά.].