ἡμίφατος

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ον,

   A half (cf. δίφατος), Id.

German (Pape)

[Seite 1171] halb gesagt, = ἥμισυ, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίφᾰτος: -ον, ἥμισυς· ἐσχηματίσθη ὡς τὸ δίφατος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡμίφατος, -ον (Α)
ειπωμένος κατά το ήμισυ, μισοειπωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + φατός (< φημί), πρβλ. θέσ-φατος, πολύ-φατος].