ημύω

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἠμύω (Α)
1. κλίνω, γέρνω («ἑτέρωσ' ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν», Ομ. Ιλ.)
2. (για σπαρτά, όταν τα στάχια γέρνουν, όχι από τον άνεμο αλλά λόγω του βάρους) κλίνω προς τα κάτω
3. (μτφ. για πόλεις) καταπίπτω, καταρρέω
4. (μτβ.) αφανίζω, καταστρέφω
5. καταστρέφομαι, φθείρομαι, χάνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ως σύνθ. απαντά με τις προθέσεις επί, υπό και κατά].