ἠμύω

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠμύω Medium diacritics: ἠμύω Low diacritics: ημύω Capitals: ΗΜΥΩ
Transliteration A: ēmýō Transliteration B: ēmyō Transliteration C: imyo Beta Code: h)mu/w

English (LSJ)

aor. ἤμυσα (v. infr.): pf. part. ἠμυκώς Sch.Nic.Th.626; cf. ὑπ-εμνήμυκε:—Ep. Verb,
A bow down, sink, Hom., only in Il., ἑτέρωσ' ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν 8.308; ἤμυσε καρήατι, of a horse, 19.405; of a corn-field, ἐπί τ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν 2.148: metaph., of cities, totter, fall, τῶ κε τάχ' ἠμύσειε πόλις Πριάμοιο ἄνακτος ib.373; rare in Trag., χρόνῳ δ'.. ἤμυσε στέγος S.Fr.864; later, simply, fall, perish, οὔνομα δ' οὐκ ἤμυσε Λεωνίδου AP7.715 (Leon.).
II trans., cause to fall, ruin, πόλιν Musae.Fr.22. (In Hom. ῠ in pres., ῡ in aor. 1; but ῡ in pres. κατ-ημύουσιν A.R.3.1400, cf. Opp.H.1.228, Nic.Al.453; ῠ in aor., AP9.262 (Phil.), but ῡ ib.7.715 (v. supr.); cf. ἀμύω, ἐπημύω.)

German (Pape)

[Seite 1171] (vgl. μύω, ἀμύω), sinken, sich neigen; ἤμυσε κάρη, das Haupt senkte sich, vom Sterbenden, Il. 8, 308; ἤμυσε καρήατι, das Pferd nickte mit dem Kopfe, ließ den Kopf sinken, 19, 405; übertr. vom Saatfelde, ἐπὶ δ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν, es nickt mit den Aehren, 2, 148, wo Andere ἐπημύω transit. faßten, vom Sturme; von Städten, zusammenstürzen, hinsinken, Il. 2, 373. 4, 290; vgl. Soph. frg. 742 χρόνῳ δ' ἀργῆσαν ἤμυσε στέγος; häufiger bei sp. D., ἤμυσαν καρήασι Ap. Rh. 2, 582; πέτρα Opp. H. 2, 307; übh. untergehen, οὔνομα δ' οὐκ ἤμυσε Λεωνίδου Leon. Tar. 100 (VII, 715); λειπόμενοι δ' ἤμυσαν ἐν πελάγει Philip. 66 (IX, 262), in welcher Stelle υ im aor. kurz ist, wie umgekehrt Nic. Al. 453 im praes. ἠμύουσι das sonst kurze υ lang braucht.

French (Bailly abrégé)

f. ἠμύσω, ao. ἤμυσα, pf. ἤμυκα;
se pencher, se baisser : ἤμυσε κάρη IL sa tête se pencha ; ἠμύειν καρήατι IL pencher la tête ; ἀσταχύεσσιν IL incliner ses épis en parl. d'un champ ; fig. pencher vers sa ruine.
Étymologie: DELG t. expressif, sans étym.

Russian (Dvoretsky)

ἠμύω: (ῠ) (fut. ἠμύσω с ῡ, aor. ἤμῡσα реже с ῠ)
1 склонять, наклонять: ἑτέρωσε ἤμυσε κάρη Hom. он склонил на бок голову; ἤμυσε καρήατι Hom. (конь Ксант) опустил голову; λήϊον ἠμύει ἀσταχύεσσιν Hom. (колеблемая ветром) нива поникает колосьями;
2 падать, рушиться: τάχ᾽ ἡμύσειε πόλις Πριάμοιο Hom. (если бы мужественны были все ахейцы), быстро пал бы град Приама;
3 погибать, пропадать: οὔνομα οὐκ ἤμυσε Λεωνίδου Anth. не погибло имя Леонида (Спартанского).

Greek (Liddell-Scott)

ἠμύω: ἀόρ. ἤμυσα, πρκμ., ἴδε ὑπεμνήμυκε, πρβλ. ἐπ-, κατημύω: -Ἐπ. ῥῆμα (ἀβεβαίου ἀρχῆς), κλίνω, «γέρνω», πίπτω, Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ἰλ., ἑτέρωσ’ ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν, ἐπὶ τοῦ θανασίμως τρωθέντος, Θ. 308· ἤμυσε καρήατι, ἔκλινε τὴν κεφαλὴν του, ἐπὶ ἵππου, Τ. 405 οὕτως ἐπὶ ληΐου (σπαρτῶν), ἐπὶ δ’ ἠμύει ἀσταχύεσσι, προσκλίνει, γέρνει μὲ τοὺς στάχυς (ἴδε ἐπημύω), Β. 148· ἐπὶ πόλεων, κλινω πρὸς πτῶσιν, καταπίπτω, τῷ κε τάχ’ ἠμύσειε πόλις Πριάμοιο ἄνακτος Β. 373, Δ. 290· σπάνιον παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, χρόνῳ δ’... ἤμυσε στέγος Σοφ. Ἀποσπ. 742· - παρὰ μεταγεν., ἁπλῶς πίπτω, καταστρέφομαι, οὔνομα δ’ οὐκ ἤμυσε Λεωνίδου Ἀνθ. Π. 7. 715. Παρ’ Ὁμ. ῠ ἐν τῷ ἐνεστ., ῡ ἐν τῷ ἀορ. α΄· ἀλλὰ ῡ ἐν τῷ ἐνεστ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1400, Ὀππ. Ἁλ. 1. 228, Νικ. Ἀλ. 453· ῠ ἐν τῷ ἀορ., Ἀνθ. Π. 7. 715., 8.96., 9. 262.

English (Autenrieth)

aor. ἤμυσα: nod, bow, droop; with κάρη or καρήατι, Θ 3, Il. 19.405; of a field of grain, ἐπί (adv.) τ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν, ‘nods its heads to the breeze,’ Il. 2.148; fig. of cities, ‘sink to earth,’ Il. 2.373, Il. 4.290.

Greek Monolingual

ἠμύω (Α)
1. κλίνω, γέρνω («ἑτέρωσ' ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν», Ομ. Ιλ.)
2. (για σπαρτά, όταν τα στάχια γέρνουν, όχι από τον άνεμο αλλά λόγω του βάρους) κλίνω προς τα κάτω
3. (μτφ. για πόλεις) καταπίπτω, καταρρέω
4. (μτβ.) αφανίζω, καταστρέφω
5. καταστρέφομαι, φθείρομαι, χάνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ως σύνθ. απαντά με τις προθέσεις επί, υπό και κατά].

Greek Monotonic

ἠμύω: αόρ. αʹ ἤμῡσα, κλίνω, γέρνω, πέφτω· ἑτέρωσ' ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν, έγειρε το κεφάλι του στη μία πλευρά, λέγεται γι' αυτόν που τραυματίστηκε θανάσιμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἤμυσε καρήατι, έκλινε το κεφάλι του, λέγεται για το άλογο, στο ίδ.· χρησιμοποιείται για σιτοβολώνα, ἐπὶ δ' ἠμύει ἀσταχύεσσι, προσκλίνει, γέρνει και κυματίζει με τα στάχυα, στο ίδ.· μεταφ., λέγεται για πόλεις, κλίνω προς πτώση, καταπίπτω, αλίσκομαι, καταστρέφομαι, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: bow down, perish (Il.); rarely trans. sink, ruin (A. R., Musae.);
Other forms: Aor. ἠμῦσαι
Compounds: aslo with κατ-, ἐπ-, ὑπ-,
Derivatives: beside ἀμύω id. (Hes. Fr. 216). Here prob. also the perf. ὑπεμνήμυκε X 491 for *ὑπ-εμήμυκε (with metr. length.); Schwyzer 774, Bechtel Lex. s. ἠμύω.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained.

Middle Liddell

[deriv. uncertain].]
to bow down, sink, drop, ἑτέρωσ' ἤμυσε κάρη his head dropped to one side, Il.; ἤμυσε καρήατι bowed with his head, of a horse, Il.; of a cornfield, ἐπὶ δ' ἠμύει ἀσταχύεσσι it bows or waves with its ears, Il.: metaph. of cities, to nod to their fall, totter, Il.

Frisk Etymology German

ἠμύω: {ēmúō}
Forms: Aor. ἠμῦσαι,
Grammar: v.
Meaning: ‘sich neigen, (mit dem Kopf) nicken, zusammenstürzen’ (ep. poet. seit Il.); vereinzelt trans. senken, zugrunde richten (A. R., Musae.);
Composita: auch mit κατ-, ἐπ-, ὑπ-,
Derivative: daneben ἀ̆μύω ib. (Hes. Fr. 216). Hierher wahrscheinlich auch das Perf. ὑπεμνήμυκε X 491 für ὑπεμήμυκε (mit metr. Dehnung); Schwyzer 774, Bechtel Lex. s. ἠμύω m. Lit.
Etymology: Unerklärt.
Page 1,637