θαλάμι

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και θολάμι, το (Μ θαλάμιν)
(νεολλ.) (αλιευτ.) φωλιά θαλάσσιων ζώων μέσα σε ρωγμές βράχων του βυθού ή μέσα σε άλλες υποθαλάσσιες κοιλότητες·