θᾱτύς: -ύος, ἡ, Δωρ. ἀντὶ θεατύς, = θεωρία, Ἡσύχ.
θατύς, -ύος, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) θεωρία.[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του αρχ. θαητύς (= θεατύς) < δωρ. θᾱέομαι του θεά-ομαι, -ώμαι].