θεωρία

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεωρία Medium diacritics: θεωρία Low diacritics: θεωρία Capitals: ΘΕΩΡΙΑ
Transliteration A: theōría Transliteration B: theōria Transliteration C: theoria Beta Code: qewri/a

English (LSJ)

Ion. θεωρίη, Dor. θεαρία (v. infr.), Boeot. θιαωρία Ἐφ.Ἀρχ.1892.34: ἡ:—
A sending of θεωροί or state-ambassadors to the oracles or games, or, collectively, the θεωροί themselves, embassy, mission, θεωρίαν ἀπάγειν εἰς Δῆλον Pl.Phd. 58b: pl., opp. στρατεῖαι, Id.R.556c; ἄγειν τῷ Διὶ τῷ Νεμείῳ τὴν κοινὴν ὑπὲρ τῆς πόλεως θεωρία D.21.115, cf. X.Mem.4.8.2, Decr.Byz. ap. D.18.91 (θεαρία), Plb.28.19.4.
2 office of θεωρός, discharge of that office, τῆς Ὀλυμπίαζε θεωρία Th.6.16, cf. Isoc.19.10, etc.
II being a spectator at the theatre or games, S.OT1491; οὔτ' ἐπὶ θεωρίαν πώποτε ἐκ τῆς πόλεως ἐξῆλθες Pl.Cri.52b; personified in Ar.Pax523,al.
III viewing, beholding, θεωρίης εἵνεκεν ἐκδημεῖν to go abroad to see the world, Hdt.1.30; κατὰ θεωρίης πρόφασιν ib.29; ἐκπέμπειν τινὰ κατ' ἐμπορίαν καὶ κατὰ θεωρίαν Isoc.17.4, cf. Arist.Ath.11.1, Th.6.24; pilgrimage, E.Ba.1047.
2 of the mind, contemplation, consideration, Pl.Phlb. 38b: pl., θεῖαι θεωρίαι Id.R.517d: c. gen., παντὸς μὲν χρόνου πάσης δὲ οὐσίας ib.486a; ἡ τῶν ἀρχῶν, ἡ τῶν ὅλων θεωρία, Epicur.Ep.2p.55U., Phld.Rh.1.288S.; θεωρία ποιεῖσθαι περί τινος Arist.Metaph.989b25; ἡ περὶ φύσεως θεωρία Epicur.Ep.1p.3U., etc.: pl., τὰς σαθρὰς αὐτοῦ θεωρία Demetr. Lac.Herc.124.12.
b theory, speculation, opp. practice, Plb. 1.5.3; ἡ περὶ τὰ στρατόπεδα θεωρία Id.6.42.6; αἱ νυκτεριναὶ καὶ ἡμεριναὶ θεωρίαι theoretic reckoning of night and day, Id.9.14.6; ἡ μαθηματικὴ θεωρία Plu. Rom.12.
3 Pass., sight, spectacle, A.Pr.802, etc.; esp. public spectacle at the theatre or games, Ar.V.1005, X.Hier.1.12; ἡ τοῦ Διονύσου θεωρία = the Dionysia, Pl.Lg.650a.
4 Rhet., explanatory preface to a μελέτη, Chor. in Hermes 17.208, etc.: so in Philos., continuous exposition, Olymp.in Mete.18.30, al.

German (Pape)

[Seite 1205] ἡ, das Zuschauen, Anschauen eines Schauspiels, das Schauspiel; ἄλλην δ' ἄκουσον δυσχερῆ θεωρίαν Aesch. Prom. 804, mit Anspielung auf die Gesandtschaften, welche von den griechischen Staaten zur Teilnahme bes. an den vier großen, allgemeinen Festspielen Griechenlands geschickt wurden, ὃς ἡμῖν πομπὸς ἦν θεωρίας Eur. Bacch. 1045; auch das Anschauen der Festspiele selbst, wie Soph. O. R. 1491 sagt: ποίας δ' ἑορτὰς ἥξετε, ἔνθεν οὐ κεκλαυμέναι πρὸς οἶκον ἵξεσθ' ἀντὶ τῆς θεωρίας, wo der Schol. ἀντὶ τῆς ἀπὸ τῆς θεωρίας τέρψεως erkl. – Eine solche Gesandtschaft ist gemeint bei Xen. ἕως ἂν ἡ θεωρία ἐκ Δήλου ἐπανέλθῃ Mem. 4, 8, 2; Plat. Phaed. 58 c ἑκάστου ἔτους θεωρίαν εἰς Δῆλον ἀπάξειν, ἣν δὴ κατ' ἐνιαυτὸν τῷ θεῷ πέμπουσιν; ἢ κατὰ θεωρίας ἢ κατὰ στρατείας Rep. VIII, 556 c; ἡ Ὀλυμπίαζε θεωρία Thuc. 6, 16; θεωρίας εἰς τὰς ἐν τᾷ Ἑλλάδι πανηγύριας ἀποστέλλειν Dem. 18, 91, im Dekret der Byzantier; Pol. 38, 16, 4 θεωρίαι δισσαί, μία μὲν ὑπὲρ τῶν Παναθηναίων, ἡ δ' ἄλλη περὶ μυστηρίων. Auch die Festspiele, das Fest, ἡ τοῦ Διονύσου θεωρία Plat. Legg. I, 650 a; οὔτε θυσίαν, οὔτε θεωρίαν, οὔτ' ἄλλην ἑορτὴν ἤγαγεν Isocr. 19, 10; Plat. Legg. XII, 647 a; Xen. Hier. 1, 12. – Übh. das Betrachten, in Augenschein Nehmen, γῆν πολλὴν θεωρίης εἵνεκα ἐπελήλυθας Her. 1, 30, κατὰ θεωρίης πρόφασιν ἐκ πλώσας 1, 29; Thuc. 6, 24; οὔτ' ἐπὶ θεωρίαν πώποτε ἐκ τῆς πόλεως ἐξῆλθες Plat. Crit. 25 b; ἐξέπεμψεν ὁ πατὴρ ἅμα κατ' ἐμπορίαν καὶ κατὰ θεωρίαν, um sich umzusehen, Isocr. 17, 4; vgl. Dem. 43, 18. – Seit Plat. bes. auf geistiges Anschauen übertr., Betrachtung, Untersuchung, wissenschaftliche Erkenntniß, ἐπὶ θεωρίαν τῆς διαφορᾶς ἔλθωμεν Plat. Phil. 38 b, öfter; καὶ ἐπίστασις Pol. 6, 3, 4, wissenschaftliche Behandlung, 1, 5, 3, ἡ περὶ τὰ στρατόπεδα θ., 6, 42, 6; übh. Wissenschaft, Theorie, im Gegensatz der Praxis, der Ausübung der aufgestellten Lehrsätze, Arist. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. action d'observer :
1 en gén. θεωρίης (ion.) εἵνεκεν ἐκδημεῖν HDT voyager pour voir le monde ; ἀντὶ τῆς θεωρίας SOPH au lieu de rester pour voir les fêtes;
2 action de voir un spectacle, d'assister à une fête ; la fête elle-même, fête solennelle, pompe, procession ; en gén. spectacle, image;
II. théorie :
1 députation (des cités de Grèce aux fêtes solennelles d'Olympie, de Delphes, etc.);
2 fonction de théore (θεωρός);
III. postér. contemplation de l'esprit, méditation, étude.
Étymologie: θεωρός.

Russian (Dvoretsky)

θεωρία: ион. θεωρίη
1 наблюдение, обозрение: οὐ σπάνις τῆς θεωρίας (sc. ἐστίν) Arst. это нередко можно наблюдать;
2 осмотр или посещение чужих стран, путешествие: κατὰ θεωρίης πρόφασιν или τῆς θεωρίης εἵνεκεν Her. с целью посещения других стран; τῆς ἀπούσης πόθος ὄψεως καὶ θεωρίας Thuc. желание посмотреть дальние края;
3 филос. созерцание, умозрение, размышление (θ. καὶ ζήτησις Plat.; τῶν καλῶν Arst.): θ. πάντος μὲν χρόνου, πάσης δὲ οὐσίας Plat. мысленный охват всего времени и всего бытия; τὴν θεωρίαν ποιεῖσθαι περί τινος Arst. предаваться размышлениям о чем-л.;
4 учение, теория (ἡ μαθηματικὴ θ. Plut.): αἱ νυκτεριναὶ καὶ ἡμεριναὶ θεωρίαι Polyb. исчисление ночей и дней;
5 зрелище (праздничное или театральное) (ἀγῶνες καὶ θεωρίαι Arst.; συμπαραγενέσθκι ἐπὶ θεωρίαν τινά NT): ἄγειν τινὰ ἐιτὶ δεῖπνον, ἐπὶ ξυμπόσιον, ἐπὶ θεωρίαν Arph. водить кого-л. по обедам, пирам и зрелищам; ἡ τοῦ Διονύσου θ. Plat. Дионисийские торжества;
6 снаряжение теоров (см. θεωρός) или исполнение их обязанностей (ἡ Ὀλυμπίαζε θ. Thuc.);
7 теория (религиозное посольство из одного греч. государства в другое для участия в празднествах и играх) (τῷ Ποσειδῶνι θυσίαν καὶ θεωρίαν ἀπάγειν Plut.): ἑκάστου ἔτους θεωρίαν ἀπάξειν εἰς Δῆλον Plat. ежегодно отправлять теорию на Делос.

Greek (Liddell-Scott)

θεωρία: Ἰων. -ίη, ἡ, τό θεωρεῖν, παρατηρεῖν, θέα, παρατήρησις, θεωρίης εἵνεκεν ἐκδημεῖν, διὰ νὰ ἴδῃ τὸν κόσμον, Ἡρόδ. 1. 30· κατὰ θεωρίης πρόφασιν αὐτόθι 29· ἐκπέμπειν τινὰ κατ’ ἐμπορίαν καὶ κατὰ θεωρίαν Ἰσοκρ. 359A, πρβλ. Θουκ. 6. 24, Πλάτ. Πολ. 556C. 2) ἐπὶ διανοητικῆς ἐνεργείας, σκέψις, ἐξέτασις, φιλοσοφικὸς συλλογισμός, Πλάτ. Νόμ. 951C, κτλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Πολ. 517D· τινός, περί τινος πράγματος, αὐτόθι 486A· θ. ποιεῖσθαι περί τινος Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8, 16, κτλ. β) θεωρία, σκέψις λογική, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν πρᾶξιν ἢ πεῖραν, Πολύβ. 1. 5, 3· ἡ περὶ τὰ στρατόπεδα θ. ὁ αὐτ. 6. 42, 6. αἱ νυκτεριναὶ καὶ ἡμεριναὶ θ., θεωρητικὸς ὑπολογισμὸς νυκτὸς καὶ ἡμέρας, ὁ αὐτ. 9. 14, 6· ἡ μαθηματικὴ θ. Πλούτ. κλ. 3) Παθ. = θεώρημα, θέα, θέαμα, Αἰσχύλ. Πρ. 802, Εὐρ. Βάκχ. 1047, κτλ.· ἰδίως ἐπὶ δημοσίου θεάματος ἐν τῷ θεάτρῳ ἢ κατὰ τοὺς ἀγῶνας, Ἀριστοφ. ἐν Σφηξ. 1005, Ξεν. Ἱέρ. 1, 12· ἡ τοῦ Διονύσου θ., τὰ Διονύσια, Πλάτ. Νόμ. 640A. ΙΙ. τὸ νὰ εἶναί τις θεατὴς ἐν τῷ θεάτρῳ ἢ κατὰ τοὺς δημοσίους ἀγῶνας, Σοφ. Ο. Τ. 1491· οὔτ’ ἐπὶ θεωρίαν πώποτε ἐκ τῆς πόλεως ἐξῆλθες Πλάτ. Κρίτωνι 52B· προσωποπ. ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 523, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. τὸ ἀποστέλλειν θεωρούς, ἤτοι πρέσβεις τῆς πόλεως εἰς μαντεῖον ἢ εἰς ἀγῶνας, ἢ περιληπτικῶς αὐτοὶ οἱ θεωροί, ὡς ἡμεῖς λέγομεν πρεσβεία· θεωρίαν ἀπάγειν εἰς Δῆλον Πλάτ. Φαίδωνι 58C, πρβλ. Πολ. 556C· ἄγειν τῷ Διὶ τῷ Νεμείῳ τὴν κοινὴν ὑπὲρ τῆς πόλεως θ. Δημ. 552. 6· πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 2, Ψήφισμα παρὰ Δημ. 256. 14, Πολύβ. 28. 16, 4. 2) τὸ ἀξίωμα τοῦ θεωροῦ, ἐκπλήρωσις τοῦ ἔργου αὐτοῦ, τῆς Ὀλυμπίαζε θ. Θουκ. 6. 18, πρβλ. Ἰσοκρ. 386C, κτλ.· ἦτο δὲ ἡ θεωρία μία τῶν μικροτέρων λειτουργιῶν, Böckh P. Ε. 1, 286 κἑξ.

English (Strong)

from the same as θεωρέω; spectatorship, i.e. (concretely) a spectacle: sight.

English (Thayer)

θεωριας, ἡ (θεωρός, on which see θεωρέω at the beginning); from (Aeschylus), Herodotus down;
1. a viewing, beholding.
2. that which is viewed; a spectacle, sight: 3 Maccabees 5:24).

Greek Monolingual

η (ΑΜ θεωρία, Α και ιων. τ. θεωρίη, δωρ. τ. θεαρίη, βοιωτ. τ. θιαωρία)
η πνευματική έρευνα, η αφηρημένη γνώση, αποσπασμένη από την πρακτική και την εμπειρία (α. «ιατρός άριστος στη θεωρία» β. «ἡ τῆς ὅλης ὑποθέσεως ἀρχὴ γένηται καὶ θεωρία», Πολ.)
νεοελλ.
1. γενική αρχή που εξηγεί διάφορα φαινόμενα είτε με βάση τα γεγονότα ή με σειρά συλλογισμών (α. «η θεωρία της υπεραξίας» β. «η δαρβινική θεωρία»)
2. σύνολο αληθών προτάσεων που είναι συγκροτημένες σε ένα συνεκτικό λογικό σύστημα και που περιγράφουν και εξηγούν έναν τομέα της πραγματικότητας και χρησιμεύουν ως βάση μιας επιστήμης («χωρίς θεωρία η πράξη είναι τυφλή»)
3. έκθεση γενικών αρχών και κανόνων χωρίς επίλυση προβλημάτων και ασκήσεων
4. φρ. «θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά» — επιβλητική και ωραία εξωτερική εμφάνιση χωρίς ουσιαστική αξία
νεοελλ.-μσν.
1. στολισμός
2. ωραία εξωτερική εμφάνιση, θωριά
μσν.-αρχ.
1. η σύλληψη μιας αλήθειας με περισυλλογή ή ενόραση («τὴν τῶν δογμάτων θεωρίαν»)
2. στον πληθ. αἱ θεωρίαι
τα οράματα προφητών και αποστόλων
αρχ.
1. κοίταγμα, παρατήρηση, θέα («ἐξέπεμψεν ὁ πατἠρ ἅμα κατ' εμπορίαν καὶ κατὰ θεωρίαν»
[τον] έστειλε ο πατέρας για να κάνει εμπόριο και για να δει, Ισοκρ.)
2. εξέταση, έρευνα, στοχασμός, γνώση («ἡ περὶ φύσεως θεωρία», Επίκ.)
3. αποστολή θεωρών μιας πόλης, πρεσβεία σε εθνικές θρησκευτικές εορτές και πανηγύρεις («θεωρίαν ἀπάγειν εἰς Δῆλον», Πλάτ.)
4. το αξίωμα του θεωρού
5. δημόσιο θέαμα, παράσταση
6. πανήγυρη, γιορτή
7. η θέα, η παρακολούθηση της πανήγυρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρός. Η αρχική σημασία του ήταν «αποστολή πρέσβεων σε θρησκευτική εορτή, το να είναι κανείς θεωρός». Η σημασία αυτή γενικεύθηκε σε «ταξίδι στα ξένα». Την αφηρημένη σημασία «στοχασμός, εξέταση» έδωσε στη λ. ο Πλάτων, και στην ελληνιστική κοινή, ως όρος πλέον, η λ. θεωρία αντιδιεστάλη προς τη λ. πρακτική].

Greek Monotonic

θεωρία: Ιων. -ίη, ἡ (θεωρέω),
I. 1. παρατήρηση, θέαση, εξέταση, κοίταγμα· θεωρίης εἵνεκεν ἐκδημεῖν, βγαίνω έξω για να δω τον κόσμο, σε Ηρόδ.· ομοίως σε Θουκ., κ.λπ.· λέγεται για το πνεύμα, σκέψη, εξέταση, φιλοσοφικός στοχασμός, συλλογισμός, σε Πλάτ., κ.λπ.
2. Παθ., θεώρημα, θέαμα, θέα, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· ιδίως στο θέατρο, σε Αριστοφ., Ξεν.
II. το να είναι κάποιος θεατής σε θέατρο ή σε δημόσιους αγώνες, σε Σοφ., Πλάτ.
III. 1. οἱ θεωροί ή οι πρεσβευτές της πόλης, οι οποίοι στέλνονταν στα μαντεία ή στους αγώνες, αποστολή, στον ίδ., Ξεν.
2. το αξίωμα του θεωροῦ, η εκπλήρωση αυτού του αξιώματος, σε Θουκ., κ.λπ.

Middle Liddell

θεωρία, ἡ, θεωρέω
I. a looking at, viewing, beholding, θεωρίης εἵνεκεν ἐκδημεῖν to go abroad to see the world, Hdt.; so Thuc., etc.: of the mind, contemplation, speculation, Plat., etc.
2. pass. = θεώρημα, a sight, show, spectacle, Aesch., Eur., etc.; esp. at a theatre, Ar., Xen.
II. the being a spectator at the theatre or the public games, Soph., Plat.
III. the θεωροί or state-ambassadors sentto the office of θεωρός, a mission, Plat., Xen.
2. the office of θεωρός, discharge of that office, Thuc., etc.

Chinese

原文音譯:qewr⋯a 帖哦里阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:安置 看息(著)
字義溯源:觀察,觀覽,觀看,景象;源自(θεωρέω)=在觀看);而 (θεωρέω)出自(θεάομαι)*=察看)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 景象(1) 路23:48

English (Woodhouse)

contemplation, pageant, show, spectacle, speculation, mental contemplation, philosophic contemplation, sacred embassy to shrine, sacred embassy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

conspectus, sight, presence, 6.24.3,
ludorum frequentatio, attending the games, 6.16.2.