θεατρόμορφος

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ον,= θεατροειδής,

   A theatre-shaped, Lyc.600.

German (Pape)

[Seite 1190] = θεατροειδής, Lycophr. 600.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτρόμορφος: -ον, = θεατροειδής, ἔχων σχῆμα θεάτρου, Λυκ. 600.

Greek Monolingual

θεατρόμορφος, -ον (Α)
θεατροειδής, αυτός που έχει σχήμα θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό-μορφος, πολύ-μορφος].