θέριστρα

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

τά,

   A cost of reaping, POxy.277.8(i B.C.).

Greek Monolingual

θέριστρα, τὰ (Α)
τα έξοδα του θερισμού, τα θεριστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερίζω + επίθημα -τρα, πληθ. του -τρον (πρβλ. δίδακ-τρα, εύρε-τρα)].