θεοτόκος

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ἡ,

   A mother of God, of the Virgin, Cod.Just.1.1.5.1, Just.Nov.3.1, SIG910B (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1198] Gott gebärend, Maria; θεότοκος, von Gott geboren, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θεοτόκος: -ον, ἡ τεκοῦσα τὸν θεόν, ἐπὶ τῆς Παρθένου, Ἐκκλ.

Spanish

Madre de Dios

Greek Monolingual

η (AM θεοτόκος)
(για την Παναγία) αυτή που γέννησε τον θεό, η μητέρα του θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -τόκος (< τόκος), πρβλ. αρρενο-τόκος, θηλυ-τόκος.