θηριοειδής

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ές,

   A like a wild beast, Adam. 1.4.

German (Pape)

[Seite 1209] ές, thierähnlich, Adam. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

θηριοειδής: -ές, ὅμοιος ἀγρίῳ θηρίῳ, Ἀδαμάντ. Φυσ. 1. 1.

Greek Monolingual

θηριοειδής, -ές (Α)
όμοιος με θηρίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -ειδής (< είδος), πρβλ. δυσ-ειδής, ρομβο-ειδής].