θλάσπι: τό, = τῷ ἑπομ., Διοσκ. 2. 186.
το (Α θλάσπι)νεοελλ.βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη καππαρώδη, οικογένεια βρασσικίδεςαρχ.είδος βοτάνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θλάσπις.