θρέψη

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἡ (ΑΜ θρέψις) τρέφω
1. το θρέψιμο, η συντήρηση, η διατροφή
2. (για πληγές) επούλωση, κλείσιμο
νεοελλ.
βιολ. το σύνολο τών λειτουργιών με τις οποίες τα έμβια όντα αφομοιώνουν τις χρήσιμες ουσίες για τη συντήρηση και την αύξηση τους.