θρασύμητις
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ,= foreg., AP6.324 (Leon. Alex.).
German (Pape)
[Seite 1216] Ἄρης, dasselbe, Leon. Al. 19 (VI, 324).
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσύμητις: -ιδος, ἡ, = τῷ προηγ. Ἀνθ. Π. 324.
Greek Monolingual
θρασύμητις, -ιδος, ὁ, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) ο θρασυμήδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + μήτις «σύνεση, σκέψη»].