σκέψη

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

η / σκέψις, -εως, ΝΜΑ σκέπτομαι
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκέπτομαι, το να διανοείται, να στοχάζεται, να συλλογίζεται κανείς κάτι, καθώς και το αντικείμενο του συλλογισμού του, στοχασμός, διαλογισμός, ιδέα, διανόημα (α. «κάθε τόσο έγερνε το κεφάλι και βυθιζόταν στις σκέψεις του» β. «μού ήλθε ξαφνικά η σκέψη να φύγω από εκεί» γ. «τὸ εὕρημα πολλῆς σκέψεως», Ιπποκρ.
δ. «ἐνθεὶς τῇ τέχνῃ σκέψιν», Αριστοφ.)
2. μελέτη, διερεύνηση, αναζήτηση με τον νου (α. «η απόφαση αυτή πάρθηκε έπειτα από πολλή σκέψη» β. «ταῦτα ἐξωτερικωτέρας ἐστὶ σκέψεως», Αριστοτ.)
3. σχέδιο, τρόπος ενέργειας (α. «έγιναν και συζητήθηκαν πολλές σκέψεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος, αλλά ακόμη δεν προκρίθηκε καμιά» β. «τὴν σκέψιν τῆς ἐπιβουλῆς μελετήσαντες», Μαλάλ. Ι.)
νεοελλ.
1. (βιολ.-ψυχολ.) το σύνολο τών έμμεσων συμβολικών αντιδράσεων σε εσωτερικά, δηλαδή εκείνα που προέρχονται από μέσα μας, και εξωτερικά, δηλαδή εκείνα που προέρχονται από το περιβάλλον, ερεθίσματα
2. (φιλοσ.) α) (κατά τον Πλάτ.) διεργασία κατά την οποία ο άνθρωπος θέτει ερωτήματα στον εαυτό του
β) (κατά τον Αριστοτ.) η ικανότητα χάρη στην οποία ο άνθρωπος συλλαμβάνει, γενικά, την ουσία τών πραγμάτων, σε αντιπαράθεση με την αίσθηση, που είναι η ικανότητα μέσω της οποίας συλλαμβάνει την ενσωματωμένη στην ύλη ουσία
γ) (κατά τον Καρτέσιο) η αρχή κάθε αλήθειας και κάθε γνώσης, η οποία παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της πράξης του σκέπτεσθαι, που είναι ιδιότητα της ψυχής, δηλαδή ως κατάδειξη τών αποσαφηνισμένων ιδεών μέσω τών οποίων διασφαλίζεται η νοητική σύλληψη τών οντοτήτων της πλάσης
δ) (κατά τον Σπινόζα) ένα από τα δύο κατηγορήματα του θεού, ο οποίος αποτελεί το αντικείμενο της ανθρώπινης γνώσης και που ταυτίζεται με τη φύση ως ολότητα, μέτοχος της οποίας είναι ο άνθρωπος, πράγμα που σημαίνει ότι ο θεός είναι σκεπτόμενη ύπαρξη και, συνεπώς, σκέψη και θεός είναι έννοιες συνυφασμένες
ε) (κατά τον Καντ) αρχή που επιτρέπει τη γνώση, και όχι απλώς μία καθαρά υποκειμενική πραγματικότητα, και είναι επιφορτισμένη με την ερμηνεία τών φαινομένων, τα οποία ωστόσο δεν παράγει η ίδια
στ) (κατά τον Χέγκελ) δραστηριότητα που δεν υποδεικνύει μια ενδόμυχη και καθαρά νοητική πραγματικότητα αντιπαρατιθέμενη στην εξωτερική πραγματικότητα, αλλά η οποία αποτελεί την απόδειξη της ανακλαστικής ταυτότητας μεταξύ υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας
ζ) (κατά τη μαρξ. φιλοσ.) διεργασία γενικευμένης ανάκλασης της αντικειμενικής πραγματικότητας διαμεσολαβούμενη από την αισθητηριακή γνώση και θεμελιούμενη στην πρακτική δραστηριότητα τών ανθρώπων, διεργασία η οποία αποτελεί λειτουργία της σε υψηλότατο βαθμό οργανωμένης ύλης, δηλαδή του ανθρώπινου εγκεφάλου, που εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε ως προϊόν της κοινωνικής ζωής και της κοινωνικο-ιστορικής εξέλιξης του ανθρώπου
3. μέριμνα, φροντίδα, έγνοια («η σκέψη της γυρίζει διαρκώς στο παιδί της»)
4. δισταγμός, ανησυχία (α. «μού τά περιέγραψε έτσι ώστε μέ έβαλε σε σκέψη αν θα πρέπει να προχωρήσω»)
5. φρ. «νόμοι της σκέψης» — οι τρεις παραδοσιακοί θεμελιακοί νόμοι της λογικής, που είναι α) η αρχή της ταυτότητας
β) ο νόμος της αντιφατικότητας
και γ) ο νόμος του αποκλειόμενου τρίτου
μσν.
συνωμοσία («συνῄδει τῇ ἐπιβουλῆ... καὶ... ἐγίνωσκον τὴν σκέψιν», Θεοφάν.)
αρχ.
1. η διά μέσου τών αισθήσεων παρατήρηση («ἡ διὰ τῶν ὀμμάτων σκέψις», Πλάτ.)
2. (ιδίως στους σοφιστές και στους σκεπτικούς φιλοσόφους) αμφιβολία, σκεπτικισμός
3. η φιλοσοφία τών Σκεπτικών
4. επαγρύπνηση, διαφύλαξη
5. απόφαση, ψήφισμα («ἥ τε σκέψις ἀπεδοκιμάσθη», Ηρωδιαν.)
6. φρ. α) «oἱ ἀπὸ τῆς σκέψεως» — οι σκεπτικοί φιλόσοφοι (Σέξτ. Εμπ.)
β) «σκέψιν νέμειν» — σκέπτομαι για κάτι (Ευρ.)
γ) «σκέψις περί τίνος» — εξέταση γύρω από κάτι (Πλάτ.).