θορή

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ἡ,

   A = θορός, Hdt.3.101, Alcmaeon Fr.3D.

German (Pape)

[Seite 1214] ἡ, der Saamen, = θορός; τοιαύτην δὲ καὶ Αἰθίοπες ἀπίενται θορήν Her. 3, 101; Plut. plac. phil. 5, 14.

Greek (Liddell-Scott)

θορή: ἡ, = θορός, Ἡρόδ. 3. 101, Πλούτ. 2. 907Α.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
c. θορός.

Greek Monolingual

θορή, ἡ (Α)
άλλος τ. του θορός.