θνῆσις

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A mortality, in a plague, Ruf.Fr.69; πολλὴ θ. γέγονε Stud.Pal.22.338 (i A.D.); νηπίων Cat.Cod.Astr.7.126.

German (Pape)

[Seite 1212] ἡ, das Sterben, erst sehr Sp.

Greek Monolingual

θνῆσις, ἡ (ΑΜ, Μ και θνήση) θνῄσκω
θάνατος, θανατικό προερχόμενο κυρίως από λοιμό
μσν.
σφαγή, καταστροφή, αφανισμός.