θυμολιπής
English (LSJ)
ές, (λείπω)
A = λιπόθυμος, Call.Fr.1.55P., Nonn.D. 37.540.
German (Pape)
[Seite 1224] = λειπόθυμος, Nonn. D. 37, 540.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμολῐπής: -ές, (λείπω) = λιπόθυμος, Νόνν. Δ. 37. 540.
Greek Monolingual
θυμολιπής, -ές (Α)
λιπόθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -λιπής (< λείπω), πρβλ. ελ-λιπής, ψυχο-λιπής].