ἰδιοσυγκρισία

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

German (Pape)

[Seite 1237] ἡ, eigenthümliche Zusammensetzung, Sext. Emp. pyrrh. 1, 79 u. a. Sp.

Greek Monolingual

ἰδιοσυγκρισία, ἡ (Α) ιδιοσύγκριτος
η ιδιοσυγκρασία.