ιδιοσυγκρασία
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
Greek Monolingual
η (Α ἰδιοσυγκρασία)
ο ιδιάζων τρόπος με τον οποίο συνδυάζονται, σε κάθε άτομο, οι βιολογικοί με τους ψυχολογικούς παράγοντες και καθορίζουν τη συμπεριφορά του
νεοελλ.
1. ιατρ. ο ιδιαίτερος τρόπος ύπαρξης κάθε ατόμου, που το οδηγεί σε ορισμένο τύπο αντίδρασης και συμπεριφοράς
2. φρ. «από ιδιοσυγκρασία» ή «εξ ιδιοσυγκρασίας» — εκ φύσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + σύγκρασις + κατάλ. -ια].
Translations
idiosyncrasy
Bulgarian: индивидуалност, начин на мислене; Catalan: idiosincràsia; Danish: idiosynkratisk; Dutch: eigenheid, eigenaardigheid; Esperanto: idiosinkrazio; French: idiosyncrasie; German: Eigenheit, Eigenart, Eigensinn; Greek: ιδιοσυγκρασία, νοοτροπία; Ancient Greek: ἰδιοσυγκρασία, ἰδιοσύγκρασις, ἰδιοσυγκρισία, ἰδιοτροπία; Italian: idiosincrasia, mania, fissazione; Japanese: 個性, 特異体質; Polish: osobliwość, dziwactwo, idiosynkrazja; Portuguese: idiossincrasia; Romanian: particularitate, idiosincrazie; Russian: идиосинкразия; Spanish: idiosincrasia; Swedish: egenart, egenhet, egenskap; Turkish: ayrıklılık, huy, kişisel özellik, tuhaflık, mizaç, tabiat; Ukrainian: ідіосинкразія; Yiddish: אידיאָסינקראַסי