ιδιοσυγκρασία

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289

Greek Monolingual

η (Α ἰδιοσυγκρασία)
ο ιδιάζων τρόπος με τον οποίο συνδυάζονται, σε κάθε άτομο, οι βιολογικοί με τους ψυχολογικούς παράγοντες και καθορίζουν τη συμπεριφορά του
νεοελλ.
1. ιατρ. ο ιδιαίτερος τρόπος ύπαρξης κάθε ατόμου, που το οδηγεί σε ορισμένο τύπο αντίδρασης και συμπεριφοράς
2. φρ. «από ιδιοσυγκρασία» ή «εξ ιδιοσυγκρασίας» — εκ φύσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + σύγκρασις + κατάλ. -ια].

Translations

idiosyncrasy

Bulgarian: индивидуалност, начин на мислене; Catalan: idiosincràsia; Danish: idiosynkratisk; Dutch: eigenheid, eigenaardigheid; Esperanto: idiosinkrazio; French: idiosyncrasie; German: Eigenheit, Eigenart, Eigensinn; Greek: ιδιοσυγκρασία, νοοτροπία; Ancient Greek: ἰδιοσυγκρασία, ἰδιοσύγκρασις, ἰδιοσυγκρισία, ἰδιοτροπία; Italian: idiosincrasia, mania, fissazione; Japanese: 個性, 特異体質; Polish: osobliwość, dziwactwo, idiosynkrazja; Portuguese: idiossincrasia; Romanian: particularitate, idiosincrazie; Russian: идиосинкразия; Spanish: idiosincrasia; Swedish: egenart, egenhet, egenskap; Turkish: ayrıklılık, huy, kişisel özellik, tuhaflık, mizaç, tabiat; Ukrainian: ідіосинкразія; Yiddish: אידיאָסינקראַסי‎