ἰδιοσύγκριτος

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ον,

   A peculiarly composed, Herm. ap. Stob.1.49.44.

German (Pape)

[Seite 1237] eigenthümlich zusammengesetzt, Hermes bei Stob. Ecl. phys. 1 p. 938.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιοσύγκρῐτος: -ον, κατ’ ἴδιον τρὸπον συντεθειμένος, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 938.

Greek Monolingual

ἰδιοσύγκριτος, -ον (Α)
αυτός που έχει συντεθεί με ιδιαίτερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + συγκρίνω.