θυρσίτης

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,= ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28 (with

   A v.l. -ῖτις).

Greek (Liddell-Scott)

θυρσίτης: ῑ, ου, ὁ, = ὠκιμοειδές, Διοσκ. (ἐκ τῶν νόθ. λ.) 4. 28.

Greek Monolingual

θυρσίτης, ὁ (Α) θύρσος
1. είδος ευώδους φυτού, αλλ. ώκιμοειδές
2. είδος πολύτιμου λίθου που μοιάζει με κοράλλι.