θυρσίτης

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσίτης Medium diacritics: θυρσίτης Low diacritics: θυρσίτης Capitals: ΘΥΡΣΙΤΗΣ
Transliteration A: thyrsítēs Transliteration B: thyrsitēs Transliteration C: thyrsitis Beta Code: qursi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,= ὠκιμοειδές, catchfly, Silene gallica Ps.-Dsc.4.28 (with v.l. θυρσῖτις).

Greek (Liddell-Scott)

θυρσίτης: ῑ, ου, ὁ, = ὠκιμοειδές, Διοσκ. (ἐκ τῶν νόθ. λ.) 4. 28.

Greek Monolingual

θυρσίτης, ὁ (Α) θύρσος
1. είδος ευώδους φυτού, αλλ. ώκιμοειδές
2. είδος πολύτιμου λίθου που μοιάζει με κοράλλι.