ἱερεύσιμος

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ον,

   A fit for sacrifice, Plu.2.729d.

German (Pape)

[Seite 1240] ον, zum Opfern u. Weissagen aus den Eingeweiden geeignet, ἰχθύων θύσιμος ούδεὶς οὐδὲ ἱερεύσιμός ἐστιν Plut. Symp. 8, 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερεύσιμος: -ον, κατάλληλοςἁρμόδιος εἰς θυσίαν, Πλούτ. 2. 729C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propre au sacrifice.
Étymologie: ἱερεύω.

Greek Monolingual

ἱερεύσιμος, -ον (Α) ιέρευσις
ο κατάλληλος για θυσία («ἰχθύων θύσιμος οὐδεὶς οὐδὲ ἱερεύσιμός ἐστιν», Πλούτ.).