ἰκτερίτης, ὁ και θηλ. ἰκτερῑτις (Α)το φυτό δεντρολίβανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτεροςτο φυτό χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο κατά του ικτέρου].