και ίνδικτος, η (ΑΜ ἰνδικτιών, Μ και ἴνδικτος)εκκλ. μονάδα χρονολόγησης στην Εκκλησία, κύκλος 15 ετών καθένας από τους οποίους αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορρά στην ελλ. της λατ. λ. indicto].