ἴνδικτος

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἴνδικτος: -ον, ἡ, = ἰνδικτιών, Χρον. Πασχ. 355, 17, Ἀνδρ. Κρήτ. 1329Β.