ἰξευτήριος

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

α, ον,

   A like birdlime, v. ἰξεύτρια.    II ἰξευτήριον, τό,= aucupium, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1255] zum Vogelfange imit Leimruthen gehörig; den Tempel einer Τύχη ἰξευτηρία, fortuna viscata, erwähnt Plut. Qu. Rom. 74. Vgl. ἰξεύτρια.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξευτήριος: -ον, ἰξευτικός, ἴδε ἰξεύτρια.

Greek Monolingual

ἰξευτήριος, -ία, -ον (Α) ιξευτήρ
1. ο ιξευτικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰξευτήριον
το κυνήγι.