Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἰοπλόκαμος, -ον (Α)αυτός που έχει σκούρες πλεξούδες, πλοκάμους με χρώμα ίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -πλόκαμος (< πλόκαμος), πρβλ. απαλο-πλόκαμος.