ἰπνεύω ή -ομαι (Α) ιπνός1. ψήνω ή ξηραίνω κάτι στον κλίβανο, στον φούρνο2. παθ. ἰπνεύομαι(κατὰ τον Ησύχ.) «ἐφρύγετο, ἰπνεύετο».