ἰσόχορδος

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ον,

   A with like strings, Hsch. s.v. ἀντίχορδα.

German (Pape)

[Seite 1268] mit gleichen Saiten, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόχορδος: -ον, ἔχων ὁμοίας χορδάς, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀντίχορδος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόχορδος, -ον)
αυτός που έχει ισάριθμες ή ισομήκεις χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. βαρύ-χορδος, ολιγό-χορδος].