ο, θηλ. Ισπανίδα (Α ἰσπανός, -ή, -όν)ο κάτοικος της Ισπανίας ή αυτός που κατάγεται από την Ισπανίααρχ.1. ο ισπανικός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱσπανόνείδος λαδιού.