ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil
-ή, -ό (Μ ἱσπανικός, -ή, -όν) Ισπανόςαυτός που προέρχεται ή σχετίζεται με την Ισπανία ή τους Ισπανούςνεοελλ.(το θηλ. εν. ή το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η ισπανική ή τα ισπανικάη ισπανική γλώσσα.