ἰσόπετρος, -ον (ΑΜ)μσν.(για τον άγιο Ιωάννη) ίσος, ισάξιος με τον απόστολο Πέτροαρχ.ὅμοιος με πέτρα, βραχώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἰσόπετρος< ἰσ(ο)- + πέτρα, ενὼ το μσν. ἰσόπετρος < ἰσ(ο)- + Πέτρος].