ισάξιος
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
Greek Monolingual
-ια, -ο (Α ἰσάξιος, -ον)
αυτός που έχει ίση αξία με κάποιον άλλο, εφάμιλλος, ισότιμος (α. «είναι ισάξιος του πατέρα του» β. «ἰσάξιος τῷ Διί», Πρόκλ.)
μσν.
επαρκής, ανάλογος, ικανοποιητικός.
επίρρ...
ισαξίως και ισάξια (Α ἰσαξίως)
εξίσου, με την ίδια αξία, αντάξια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -άξιος (< ἄξιος), πρβλ. αντάξιος, τιμάξιος].