ισάξιος

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek Monolingual

-ια, -ο (Α ἰσάξιος, -ον)
αυτός που έχει ίση αξία με κάποιον άλλο, εφάμιλλος, ισότιμος (α. «είναι ισάξιος του πατέρα του» β. «ἰσάξιος τῷ Διί», Πρόκλ.)
μσν.
επαρκής, ανάλογος, ικανοποιητικός.
επίρρ...
ισαξίως και ισάξια (Α ἰσαξίως)
εξίσου, με την ίδια αξία, αντάξια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -άξιος (< ἄξιος), πρβλ. αντάξιος, τιμάξιος].