ισοκίνδυνος
Greek Monolingual
ἰσοκίνδυνος, -ον (Α)
1. αυτός που αντιμετωπίζει τον ίδιο κίνδυνο με άλλον
2. ικανός να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, αξιόμαχος («ἰσοκινδύνους ἡγούμενοι», Θουκ.).
επίρρ...
ἰσοκινδύνως (Α)
με τον ίδιο κίνδυνο.
ἰσοκίνδυνος, -ον (Α)
1. αυτός που αντιμετωπίζει τον ίδιο κίνδυνο με άλλον
2. ικανός να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, αξιόμαχος («ἰσοκινδύνους ἡγούμενοι», Θουκ.).
επίρρ...
ἰσοκινδύνως (Α)
με τον ίδιο κίνδυνο.