ἰσοκίνδυνος

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοκίνδῡνος Medium diacritics: ἰσοκίνδυνος Low diacritics: ισοκίνδυνος Capitals: ΙΣΟΚΙΝΔΥΝΟΣ
Transliteration A: isokíndynos Transliteration B: isokindynos Transliteration C: isokindynos Beta Code: i)soki/ndunos

English (LSJ)

ἰσοκίνδυνον, facing equal risks, Th. 6.34; τισί D.C.41.55.

German (Pape)

[Seite 1264] der Gefahr gewachsen; Thuc. 6, 34; neben ἰσόῤῥοπος D. Cass. 41, 55.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
égal au danger, à la hauteur du danger.
Étymologie: ἴσος, κίνδυνος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοκίνδῡνος: способный преодолеть опасность (ἰσοκίνδυνον ἡγεῖσθαί τινα Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοκίνδῡνος: -ον, ἴσος πρὸς τὸν κίνδυνον, ἰσοπαλής, καλῶς παρεσκευασμένος ὅπως ἀντιμετωπίσῃ κίνδυνον, Θουκ. 6. 34, Δίων Κ. 41. 55.

Greek Monolingual

ἰσοκίνδυνος, -ον (Α)
1. αυτός που αντιμετωπίζει τον ίδιο κίνδυνο με άλλον
2. ικανός να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, αξιόμαχος («ἰσοκινδύνους ἡγούμενοι», Θουκ.).
επίρρ...
ἰσοκινδύνως (Α)
με τον ίδιο κίνδυνο.

Greek Monotonic

ἰσοκίνδῡνος: -ον, αυτός που είναι ίσος ως προς τον κίνδυνο, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἰσο-κίνδῡνος, ον
equal to the danger or risk, a match for, Thuc.

English (Woodhouse)

equal to meeting danger

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

aeque paratus ad discrimen, equally prepared for the crisis, 6.34.7.