ἰτός

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ή, όν, (εἶμι

   A ibo) passable, ὁδός AP7.480 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1274] gangbar, ἡ οὔπω πρὶν ἰτὴ ὁδός Leon. Tar. 68 (VII, 480), ἴτην f. l.

Greek (Liddell-Scott)

ἰτός: -ή, -όν, (εἶμι) ὃν δύναταί τις νὰ διαβῇ, διαβατός, Ἀνθ. Π. 7. 480.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
où l’on peut aller, accessible.
Étymologie: εἶμι.

Greek Monolingual

ἰτός, -ή, -όν (Α)
διαβατός, βατός, πορευτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. -ι- του ρ. εἶμι + κατάλ. ρηματ. επιθ. -τος].