ιχθυοθήρας
Greek Monolingual
ἰχθυοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά ψάρια, αλιέας, ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λαγο-θήρας, ορνιθο-θήρας].
ἰχθυοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά ψάρια, αλιέας, ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λαγο-θήρας, ορνιθο-θήρας].