καθαυτό

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 1282] = καθ' αὑτό, an und für sich, absolut, Sp.

Greek Monolingual

και καθεαυτό και καθεαυτού
επίρρ. (σε συνεκφορά με ουσ. ή επίθ.) αναμφισβήτητα, κυριολεκτικά, γνήσια, κατεξοχήν («αυτό που κάνεις είναι καθαυτό τρέλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἑαυτὸ με κράση].