ισχνουργής
Greek Monolingual
ἰσχνουργής, -ές (Α)
λεπτοδουλεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -ουργής (< ἔργον), πρβλ. καιν-ουργής, μεγαλ-ουργής].
ἰσχνουργής, -ές (Α)
λεπτοδουλεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -ουργής (< ἔργον), πρβλ. καιν-ουργής, μεγαλ-ουργής].