κακόπλαστος

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ον,

   A illconceived, Hermog.Stat.1.1. Adv. -τως Tz.ad Lyc.805.

German (Pape)

[Seite 1302] schlecht gebildet, ersonnen, Rhett.

Greek Monolingual

κακόπλαστος, -ον (AM)
κακοφτειαγμένος, άσχημος, δύσμορφος
αρχ.
αυτός που επινοήθηκε κακώς.
επίρρ...
κακοπλάστως (Μ)
με κακόπλαστο τρόπο, με άσχημη μορφή, δύσμορφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πλαστoς (< πλάσσω), πρβλ. ισό-πλαστος, πρωτό-πλαστος].