κακόπνους, -ουν και -οος, -οον (Α)αυτός που αναπνέει με δυσκολία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πνους (< πνοή < πνέω), πρβλ. βραδύ-πνους, ηδύ-πνους].