κακοσχολία
English (LSJ)
ἡ,
A mischief, malpractice, Delph.3(1).362i32 (ii B. C.), Plu.2.274d.
German (Pape)
[Seite 1304] ἡ, schlechte Anwendung der Muße, wie Plut. Quaest. Rom. 40 von den Ringschulen sagt πολὺν ἄλυν καὶ σχολὴν ἐντεκεῖν ταῖς πόλεσι καὶ κακοσχολίαν.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mauvais emploi de son loisir, perte du temps.
Étymologie: κακόσχολος.
Greek Monolingual
κακοσχολία, ἡ (Α) κακόσχολος
1. κακή ενασχόληση, το να δαπανά κανείς με κακές ενασχολήσεις την ώρα της σχόλης του
2. ραθυμία, οκνηρία, τεμπελιά.