καλαμαυλητής
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = foreg., Hedyl. ap. Ath.ibid.
German (Pape)
[Seite 1306] ὁ, dasselbe, Hedyl. 12 (App. 34).
Greek Monolingual
καλαμαυλητής, ὁ (Α)
καλαμαύλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + αὐλητής.
οῦ, ὁ, = foreg., Hedyl. ap. Ath.ibid.
[Seite 1306] ὁ, dasselbe, Hedyl. 12 (App. 34).
καλαμαυλητής, ὁ (Α)
καλαμαύλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + αὐλητής.