αὐλητής Search Google

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλητής Medium diacritics: αὐλητής Low diacritics: αυλητής Capitals: ΑΥΛΗΤΗΣ
Transliteration A: aulētḗs Transliteration B: aulētēs Transliteration C: avlitis Beta Code: au)lhth/s

English (LSJ)

αὐλητοῦ, ὁ,
A aulete, flute-player, Thgn. 941, Hdt.1.141, 6.60, 129, Ar.V.581, And.1.12, Pl.Prt. 327b, OGI51.62 (iii B. C.); Boeot. αὐλειτάς IG7.3195 (Orchom. Boeot.).
II kind of wasp, Hsch.
III αὐλητὴς ὑπονόμων = sanitary engineer, Procl. Par.Ptol.250.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Alolema(s): beoc. αὐλειτάς IG 7.3195.13 (Orcómeno)
I 1flautista οὐδὲ τὸν αὐλητὴν προφασίζομαι Thgn.941, cf. Ar.V.581, ἐκέλευσε ... τὸν αὐλητὴν αὐλῆσαι Hdt.6.129, cf. 1.141, ὑπὸ αὐλητῶν πολλῶν ... ἐγκαθεστώτων Th.5.70, Θέρσανδροςαὐλητής X.HG 4.8.18, cf. Lac.13.7, And.Myst.12, D.51.62, 21.156, οἴει ... τῶν ἀγαθῶν αὐλητῶν ἀγαθοὺς αὐλητὰς τοὺς ὑεῖς γίγνεσθαι; Pl.Prt.327b, cf. Smp.215b, αὐ. Πυθικός Plu.2.674d, χορεύουσι κατ' ἐνιαυτὸν τοῖς Διονυσιακοῖς αὐληταῖς ἐν τοῖς θεάτροις Plb.4.20.9, cf. 30.22.2, αὐλητὴς τραγικός OGI 51.62 (Egipto III a.C.), τὸ τὸν Βορέαν αὐλητὴν ποιεῖν c. alusión al sonido del viento, Longin.3.1, ᾠδάς τινας ἐπινικίους ὑπ' αὐλητῶν ᾖδεν D.C.51.5.4, αὐλητὴς κύκλιος = flautista de danzas en corro, SB 11931.5, 6, 26 (II/III d.C.), cf. Anon.Bellerm.28, UPZ 180b.11 (II a.C.), IG 22.912.17 (III a.C.), Eu.Matt.9.23
Αὐλητής = El flautista tít. de una comedia de Anaxilas, Anaxil.3, 4, de Antífanes, Antiph.47, de Filemón, Philem.14, cf. tb. s.u. Ἀπόλλων.
2 en plu. audición de música de flauta Hsch.
3 entom. trompetero Hsch.
II oficial sanitario Procl.Par.Ptol.250.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
joueur de flûte.
Étymologie: αὐλέω.

German (Pape)

ὁ, der Flötenbläser, Thuc. 5.70; Plat. Prot. 323a und öfter, wie Folgde.

Russian (Dvoretsky)

αὐλητής: οῦ ὁ флейтист Her., Arph., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλητής: -οῦ, ὁ, (αὐλέω) ὁ τὸν αὐλόν παίζων, Λατ. tibicen, Θέογν. 941, Ἡρόδ. 1. 141., 6. 60, 129, Ἀριστοφ. Σφ. 581, Ἀνδοκ. 2. 43, κτλ.

English (Strong)

from αὐλέω; a flute-player: minstrel, piper.

English (Thayer)

ἀυλήτου, ὁ (αὐλέω), a flute-player: Theognis and) Herodotus 6,60 down.)

Greek Monolingual

ο (θηλ. αυλητρίδα, η) (Α αὐλητής και αὐλητήρ, θηλ. αὐλήτρια και αὐλητρίς, [-ίδος], η) αυλός
1. αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό
2. «αὐλητὴς ὑπονόμων» — υγειονομικός μηχανικός.

Greek Monotonic

αὐλητής: -οῦ, ὁ (αὐλέω), αυτός που παίζει αυλό, Λατ. tibicen, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.

Middle Liddell

αὐλέω
a flute-player, Lat. tibicen, Theogn., Hdt., etc.

Chinese

原文音譯:aÙlht»j 凹累帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:哨笛(者)
字義溯源:吹笛手,吹笛;源自(αὐλέω)=吹笛); (αὐλέω)出自(αὐλός)=笛),而 (αὐλός)出自(Ἄζωτος)X*=吹,呼吸)
出現次數:總共(2);太(1);啓(1)
譯字彙編
1) 吹笛的(2) 太9:23; 啓18:22

Lexicon Thucydideum

tibicen, flute player, 5.70.1.

Translations