καλλονάριον

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

τό,

   A broom, besom, Gloss.

Greek Monolingual

καλλονάριον, τὸ (Α)
σκούπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλονή. Παρόμοιες ονομασίες για τη σκούπα είναι οι κάλλυνθρον, κάλλυντρον].