κακόκνημος

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

Dor. κᾰκό-κνᾱμος, ον, (κνήμη)

   A weak-legged, thin-legged, Theoc.4.63, Call.Fr.472.

German (Pape)

[Seite 1300] mit schlechten Waden; Callim. in B. A. 1188; Schol. Ar. Av. 1569; in der Form κακόκναμος, vom Pan, Theocr. 4, 63.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόκνημος: Δωρ. -κνᾱμος, ον, (κνήμη) ἔχων ἀσθενεῖς, λεπτὰς κνήμας, Θεόκρ. 2. 63, Καλλ. ἐν Α. Β. 1188, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux vilaines jambes.
Étymologie: κακός, κνήμη.

Greek Monolingual

κακόκνημος, δωρ. τ. κακόκναμος, -ον (Α)
αυτός που έχει αδύνατες, ισχνές κνήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + κνήμη.