καλώδεσμος

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual


ναυτ. απλός αγκυρόδεσμος που δένεται πάνω στον δακτύλιο της άγκυρας με την άκρη του σχοινιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, , «χοντρό σχοινί» + δεσμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλία Κανελλόπουλο].