το (AM καμήλιον, Μ και καμήλιν)(υποκορ. του κάμηλος)1. μικρή καμήλα2. (αργότ. και χωρίς υποκορ. σημασία) καμήλα («ἔστειλε καὶ καμήλια διακόσια φορτωμένα», Διγ. Ακρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + υποκορ. κατάλ. -ιον].